- λαοξοικός
- λαοξοικόςsculptormasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαοξοϊκός — λαοξοϊκός, ή, όν (Α) [λαοξόος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθοξόο … Dictionary of Greek
λαοξοικόν — λαοξοικός sculptor masc acc sg λαοξοικός sculptor neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοξοική — λαοξοικός sculptor fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)